Αν κάποιος σου ζητήσει να αντιστοιχίσεις μία λέξη στο όνομα Κιμούλης, το «ταλέντο» είναι η πιο γρήγορη και αυθόρμητη απάντηση. Κι όμως, εκείνος δεν πιστεύει στο ταλέντο αλλά στην πολλή δουλειά. Στην συνάντησή μας βάλαμε τα πάντα στο τραπέζι: την διαδρομή του, την συνάδελφο - κόρη του, την παράσταση του φετινού καλοκαιριού και, για πρώτη φορά, τις εναντίον του καταγγελίες.
Είναι κοπιαστική η περιοδεία, είναι κόντρα στις ανθρώπινες δυνάμεις το back-to-back παραστάσεις; Ναι, και ιδίως όταν μεγαλώνει κάποιος. Το λέω επειδή αυτή τη δουλειά την κάνω πάνω από 50 χρόνια.
Είναι τόσα; Ναι. Και είμαι και από τους ανθρώπους που δεν σταματούν στην οποιαδήποτε καταγγελία ότι ζούμε σε μια χώρα ομφαλοκεντρική, τα πάντα γίνονται στην Αθήνα και εκεί σταματάμε. Προσπαθώ αυτό με το οποίο διαφωνώ αν μη τι άλλο, τη διαφωνία μου να την καταθέσω με πράξεις. Άρα τις περιοδείες σε όλη την περιφέρεια τις κάνω περίπου 30 συναπτά έτη. Και δεν κάνω περιοδείες μόνο το καλοκαίρι, κάνω και το χειμώνα.
Το ξέρεις, δεν περιμένεις να το ακούσεις από μένα. Επειδή ιδρώνεις τη φανέλα, κοπιάζεις για το καλό αποτέλεσμα, αλλά κάποιοι γεννιούνται με ένα χάρισμα. Εσύ έχεις το χάρισμα, αλλά δεν αφήνεσαι σ’ αυτό. Δεν πιστεύω στο ταλέντο εγώ. Πιστεύω στη δουλειά.
Μόνο στη δουλειά; Μόνο.
Γιατί το λες; Έλεγα μια φράση στην χειμερινή παράσταση "Συνάντηση", την οποία από το φθινόπωρο επαναλαμβάνω στο θέατρο Μουσούρη. Έλεγα λοιπόν ότι δεν υπάρχει ταλέντο. Το ταλέντο βγαίνει από τη λέξη τάλαντο. Είναι από αυτό που πληρώνει κάποιος. Το θέμα είναι ποιος πληρώνει. Αν πέσεις στην παγίδα να πιστέψεις ότι αυτός που πληρώνει είναι αυτός που έρχεται να σε δει, αλίμονο σου. Εσύ ο ίδιος πληρώνεις. Και πληρώνεις, γιατί έχεις την έπαρση —γιατί περί έπαρσης ο λόγος— να κάνεις κάτι που δεν κάνει κανένας άλλος ή σχεδόν κανένας άλλος. Να καταθέτεις κάθε μέρα την ψυχή σου στην αγορά. Έχεις τέτοια έπαρση; Θα το πληρώσεις. Αυτό είναι το ταλέντο. Γι’ αυτό και λέω πολλές φορές ότι η καριέρα του ηθοποιού οφείλει να έχει τρία ισοζυγή στοιχεία: Ταλέντο (με τον τρόπο που εξήγησα πριν), τύχη (που πρέπει να είναι ισοζυγές στοιχείο αυτό) και αντοχή, στη χυδαιότητα των άλλων.
Το κρατώ το τελευταίο για αργότερα. Πάω να κάνω μια αναδρομή. Στο ξεκίνημά σου, οι άνθρωποι εκείνης της περιόδου, που ήσουν ακατέργαστος... Εντελώς.
...προφανώς δεν είχε σχέση το τότε με το σήμερα και με αυτό που ήταν πριν 10 και 15 και 20 χρόνια. Αλλά σου αναγνώριζαν κάτι, άρα ήσουν ευλογημένος ως προς αυτό. Τώρα, προφανέστατα δούλεψες πάρα πολύ. Αλλά δεν ήσουν και ένα κομμάτι ξύλο που το βάλανε εκεί και δεν ενέπνεε κανένα συναίσθημα. Δεν είμαι τόσο σίγουρος, ειλικρινά δεν ξέρω.
Δεν στο λέγανε όταν βγήκες; Δεν σε αντιμετώπισαν ως ένα χαρισματικό άνθρωπο; Το θέμα είναι πως ό,τι και να μου έλεγαν, εγώ βλέπω τώρα πώς έπαιζα τότε. Και αν ήμουν στη θέση τους, θα έλεγα στο νέο αυτό παιδί "Μπορείς να πας σπίτι σου". Θυμάμαι ότι όταν η κόρη μου σπούδαζε στην Αγγλία θέατρο και κάποιες στιγμές περνούσε τις φάσεις, αν θες, μιας ανασφάλειας, της έστελνα βιντεάκια του τρόπου που έπαιζα εγώ στην ηλικία της λέγοντάς της: "Πρόσεχε, κοίτα, αυτός εδώ παίζει άθλια". Και ησύχαζε εκείνη.
Η κόρη σου έκανε μεγάλη επιτυχία στις "Ψυχοκόρες", είχε αποσπάσει διθυράμβους για την ερμηνεία της. Ένα μέσο μαζικό, όπως είναι η τηλεόραση, επιτρέπει να δείξεις πράγματα σε μια ωραία δουλειά. Είχε κάνει θέατρο και πριν από αυτό και μετά προφανώς, αλλά άνθισε εκεί. Ναι, η Μαριάννα κατ’ εμένα έχει ένα πολύ σημαντικό στοιχείο. Είναι ακραία επαγγελματίας και σε πολύ νεαρά ηλικία. Και ιδίως σε μια εποχή που ο επαγγελματισμός δεν είναι κάτι το φυσικό, το ακριβώς αντίθετο μπορώ να πω. Αυτό της το εκτιμώ ιδιαίτερα. Το ταλέντο της, η καλυτέρευση της, η δουλειά που μπορεί να κάνει για να γίνει καλύτερη, είναι κάτι που αφορά εκείνη. Εγώ όταν την βλέπω χαίρομαι και όποτε μου ζητά την συμβουλή μου της τη δίνω. Γιατί έχουμε κάνει και μια συμφωνία κιόλας, ότι δεν θα τη συμβουλεύω γενικώς και αορίστως όποτε θέλω εγώ. Θα τη συμβουλεύω μόνο όταν μου το ζητά εκείνη.
Έρχεται και σου λέει μια ωραία μέρα ότι "εγώ θέλω να κάνω αυτό"; Αυτό μου το είπε όταν ήταν 12 ετών. Μου ζήτησε να βγούμε να φάμε οι δυο μας. Κάθισε ο ένας απέναντι στον άλλον και μου είπε εγώ θέλω να γίνω ηθοποιός. Αλλά «δεν θέλω να γίνω ηθοποιός στην Ελλάδα γιατί θα υπάρχει διαρκής αναφορά σε σένα». Διατυπωμένο έτσι όπως το ακούς.
Στα 12! Στα 12. Χάρηκα πρώτα απ’ όλα για τη διατύπωση της σκέψης και από την άλλη ήμουν ευτυχής γιατί τον χώρο της τέχνης τον εκτιμώ. Πιστεύω ότι η δουλειά του καλλιτέχνη είναι να προσπαθεί να πείσει τον άνθρωπο να βλέπει τη ζωή του ως έργο τέχνης. Και για μένα είναι πολύ σημαντική αυτή η αποστολή.
Ένα παιδί στα 12 δεν γίνεται ξαφνικά φιλόσοφος. Όταν οι συζητήσεις που γίνονται στο σπίτι —βάζω και τη μητέρα της μέσα— είναι αυτού του επίπεδου, όπως διατυπώνεις τώρα εσύ τη σκέψη σου και την προσέγγιση στην τέχνη σου, το παιδί ωριμάζει σε μια τέτοια συνθήκη που είναι πολιτισμένη, που φεύγει από το λεξιλόγιο των 50 λέξεων που χρησιμοποιεί ένα παιδί αυτής της ηλικίας. Η μαμά της πώς αντέδρασε; Για μένα η Μαρία (Δαμανάκη) είναι σπάνια μητέρα. Με τον ίδιο τρόπο που αντέδρασα και εγώ, με τον ακριβώς ίδιο τρόπο. Στην οικογένειά μας δεν υπήρχε η έννοια της κτητικότητας και μιας “βίαιης” καθοδήγησης. Αυτό το οποίο είμαστε η Μαρία και εγώ εκ των πραγμάτων αν όχι αντιγράφεται, τουλάχιστον εισπράττεται από το παιδί. Συνηθίζω να λέω ότι τα παιδιά δεν αντιγράφουν αυτό που τους λέμε, αντιγράφουν αυτό που τους κρύβουμε, γιατί αυτό που τους κρύβουμε έχει και γοητεία, τα γοητεύει τα παιδιά και αυτό μιμούνται. Άρα η δουλειά του κάθε γονιού κατά τη γνώμη μου είναι να κοιτάξει τι είναι αυτός ο ίδιος και πόσο αυτά που κρύβει, που μπορεί και να μην του αρέσουν, μπορεί να τα διορθώσει.
Είσαι κι εσύ ένας πολύ ενεργός πολίτης. Άρα έχετε μπολιάσει τα παιδιά και με αυτό το στοιχείο; Φυσικό είναι, χωρίς βεβαίως να υπάρχει πάλι η καθοδήγηση, είναι φυσικό βεβαίως η "ιδεολογική" ταύτιση να υπάρχει, όχι όμως επειδή την επέβαλε ο ένας ή ο άλλος γονιός. Γιατί και με τη Μαρία υπάρχουν διαφορές και μεταξύ μας ιδεολογικοπολιτικές. Βεβαίως έχει καταλάβει η Μαριάννα από πολύ μικρή ότι ο πολίτης δεν μπορεί να είναι απλός ιδιώτης. Ο πολίτης συμμετέχει στα κοινά.
"Φιλοκτήτης" αυτό το καλοκαίρι. Δεν είναι μικρή βόλτα. Μόλις γυρίσουμε εμείς οι Θεσσαλοί από τις διακοπές θα σας απολαύσουμε στη Λάρισα 2 Σεπτεμβρίου και στο Βόλο 3 Σεπτεμβρίου. Και αν κάποιος στην ευρύτερη περιοχή θέλει να σας απολαύσει λίγο νωρίτερα είστε στους Δελφούς στις 30 Αυγούστου. Γιατί επέλεξες αυτό το έργο; Πάντα για τους ίδιους λόγους που επιλέγω ένα έργο: για τη θεματική και πόσο αυτή η θεματική απασχολεί εμένα, ταυτόχρονα πιστεύω πως απασχολεί και τον περιβάλλοντα χώρο μου. Ερωταπαντήσεις για την ακρίβεια, περισσότερο ερωτήσεις θέτει ένα έργο τέχνης και ουσιαστικά αναπτύσσει κάποιος μέσω αυτών των ερωτήσεων και μία θέση που μπορεί να έχει, μία θέση όμως η οποία είναι και ανοιχτή γι’ αυτό και εκφράζεται μέσω ερωτήσεων.
Τον Φιλοκτήτη θα μπορούσε κανείς να τον χαρακτηρίσει ως την τραγωδία της εξαπάτησης, περιγράφει την ήττα ενός ανθρώπου που προσπαθεί να είναι ειλικρινής σε μία κοινωνία ανειλικρίνειας, απάτης και ανομίας. Αυτό το στοιχείο πιστεύω ότι είναι το βασικό στοιχείο αυτής της τραγωδίας. Ο Σοφοκλής έγραψε αυτή την τραγωδίας σε ηλικία 85 ετών, το 409 π.Χ. Ήταν το προτελευταίο του έργο, μετά έγραψε τον Οιδίποδα επί Κολωνό. Ενάμιση χρόνο πριν, είχε συμβεί αυτό το σκοτεινό πραξικόπημα που κατελήθη η δημοκρατία στην Αθήνα. Εκεί οι ολιγαρχικοί μιας παλαιότερης γενιάς έσπρωξαν μπροστά μία νεολαία που μπορεί να θεωρούσε πολλές αξίες αναχρονιστικές και αναποτελεσματικές, έδειχνε μία αδιαφορία για αυτό που λέγεται ενδιαφέρον για τα κοινά, είχε αρχίσει να αναπτύσσεται μία προσπάθεια ενός εγωτικού συμφέροντος που τους ενδιέφερε. Έσπρωξαν αυτή την νεολαία και άρχισαν να συμβαίνουν διάφορα τέρατα, δολοφονίες, συνωμοσίες. Ήταν πολύ σκοτεινή περίοδος. Τότε έγραψε το έργο αυτό ο Σοφοκλής και το έγραψε σχεδόν, από ό,τι υποστηρίζουν κάποιοι αναλυτές, ως απολογία δική του γιατί είχε ψηφίσει υπέρ του πραξικοπήματος και το είχε μετανιώσει. Πίστευε ότι είναι το λιγότερο κακό αυτό, μία νοοτροπία που δυστυχώς υπάρχει μέχρι σήμερα.
Θα είναι επί σκηνής, ένα μπραντεφέρ της μιας και της άλλης άποψης; Έτσι είναι. Η αλήθεια βέβαια είναι ότι αυτά τα έργα δεν μπορείς να τα περιγράψεις μέσα σε μια παράγραφο, μέσα σε μια φράση. Μπορεί να είπα πριν ότι ο Φιλοκτήτης είναι η τραγωδία της εξαπάτησης. Αλλά δεν είναι μόνο αυτό. Υπάρχουν πάρα πολλά επίπεδα. Ένα άλλο επίπεδο είναι η σύγκρουση των γενεών. Έχουμε δύο εκπροσώπους της παλαιάς γενιάς, τον Φιλοκτήτη και τον Οδυσσέα, διαφορετικών αντιλήψεων. Ο μεν Οδυσσέας θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως ο εκπρόσωπος του απόλυτου ρεαλισμού ή του πολιτικού εφικτού, ενώ ο Φιλοκτήτης ο εκπρόσωπος της ουτοπίας και του επιθυμητού. Οι οποίοι αυτοί δύο εκπρόσωποι έχουν την έπαρση ότι μπορούν να καθοδηγήσουν τη νεότερη γενιά που είναι ο Νεοπτόλεμος.
Τον Οδυσσέα τον παίζει ο Θεοδωρής Κατσαφάδος, τον Νεοπτόλεμο τον παίζει ο Δημήτρης Γκοτσόπουλος, ένας πολύ σημαντικός κατά τη γνώμη μου νέος ηθοποιός. Αυτή η έπαρση που έχουν λοιπόν αυτοί οι δύο εκπρόσωποι της παλιάς γενιάς ότι μπορούν να καθοδηγήσουν τον νέο, απλώς κινείται σε ένα χώρο φαντασίωσής τους. Τον νεότερο δεν τον καθοδηγούν. Ο νεότερος έχει καταλάβει ότι δεν έχει ανάγκη την πατρική καθοδήγηση. Έχει από τότε αρχίσει να συμβαίνει αυτή η έννοια της εξάχνωσης της πατρικής καθοδήγησης. Δεν είναι κάτι το οποίο συμβαίνει τώρα, που η νεολαία πολλές φορές νιώθει ορφανή, νιώθει μη καθοδηγούμενη. Αυτό είναι ένα πολύ σημαντικό στοιχείο του έργου.
Μου απάντησες ήδη σε αυτό που ήθελα να σε ρωτήσω, γιατί διάλεξες τον Γκοτσόπουλο. Τον έχεις ξεχωρίσει από την γενιά του; Ο Δημήτρης είναι για μένα σπουδαίος ηθοποιός, σπάνιο ταλέντο και έχει ένα στοιχείο το οποίο, όπως είπαμε και στην αρχή της συζήτησής μας, εγώ το εκτιμώ περισσότερο απ’ όλα. Είναι αφοσιωμένος και εμμονικά εργατικός. Αυτό σημαίνει ότι δεν τον ενδιαφέρει να βάζουν οι άλλοι τον πήχη πιο ψηλά, τον βάζει μόνος του πιο ψηλά, κάθε φορά, κάθε στιγμή, σε κάθε έργο που παίζει. Και αυτό το εκτιμώ ιδιαίτερα.
Έχει και υπέροχο μαέστρο. Ελπίζω ότι δεν τον καθοδηγώ λανθασμένα. Συνηθίζω να λέω στον Δημήτρη πολλές φορές ότι το βασικό στοιχείο του ηθοποιού, αυτό που πρέπει να αναπτύξει ο ηθοποιός, είναι η ταυτότητά του. Ο θεατής πρωτίστως έρχεται να δει αυτό που ήδη ξέρει. Και αυτό πρέπει να του το δίδεις. Ενώ ταυτόχρονα κάθε φορά πρέπει να του προσθέτεις και κάτι άλλο.
Είναι κοπιαστικό όμως αυτό. Δεν το λέω με την έννοια της καταβολής παραπάνω δύναμης. Αλλά πρέπει να στύψεις την ψυχή και το μυαλό σου για αυτό το παραπάνω. Έχεις υποχρέωση. Οι άνθρωποι που έρχονται σε ζουν, τόσο απλό. Διαφορετικά λειτουργούμε μέσα σε μια ναρκισσιστική συμπεριφορά, ιδιαίτερα ανόητη. Δεν είναι εύκολο κάποιος να σηκωθεί από το σπίτι του, να ντυθεί, να πάει στο θέατρο, να πληρώσει ένα εισιτήριο, να καθίσει δύο ώρες και αυτό εσύ να το θεωρείς ότι είναι φυσικό. Όχι, δεν είναι φυσικό. Κάνει μια προσπάθεια ο κάθε θεατής. Αυτό λοιπόν οφείλεις να το εκτιμάς, να υποκλίνεσαι σε αυτόν. Αυτό σημαίνει στο χειροκρότημα, η υπόκλιση. Υποκλινόμαστε σε αυτούς που μας κάνουν τη τιμή και έρχονται να μας δουν. Θα πάνε και σε μια άλλη δουλειά, που μπορεί να είναι πιο πρόχειρη, αλλά τους έχουν κατατάξει σε κάτι άλλο. Εγώ δεν θα πω σε καλύτερο ή χειρότερο.
Θα ήθελα όμως να μιλήσω για κάτι το οποίο έχει άμεση σχέση και με τον χώρο της Λάρισας και του Βόλου. Τη μουσική της παράστασης την έχει γράψει ο Ανδρέας Κατσιγιάννης. Και μάλιστα οι εγγραφές όλες έχουν γίνει στο στούντιο, που είναι στο Βόλο. Έχουμε λοιπόν μια ιδιαίτερη σχέση με αυτή την περιοχή, εκτός του ότι ο καθένας από εμάς την αγαπάει για τους προσωπικούς του λόγους, γιατί ένας από τους βασικούς συνεργάτες είναι και ο Ανδρέας Κατσιγιάννης.
Είχαμε βάλει μια άνω τελεία στο πώς πορεύτηκες, έβαλες και το να μην παρασύρομαι στην χυδαιότητα των... ...Αντοχή στην χυδαιότητα των άλλων.
Αυτό το ‘χτισες και με τα χρόνια φαντάζομαι, ή ήσουν έτσι γεννημένος; Οι δάσκαλοι με βοήθησαν.
Ποιους είχες δάσκαλους; Σπάνια αναφέρομαι σε εκείνους γιατί δεν έχουν και την ευθύνη για αυτό που έγινε. Μπορεί κάποιοι να διαφωνούν με αυτό που είμαι. Οπότε σπάνια αναφέρομαι. Οι άνθρωποι από τους οποίους εισέπραξα εγώ ήταν πάρα πολλοί. Ήταν ο Δημήτρης Χορν, πρώτα απ’ όλα, πριν από τον Δημήτρη Χορν είχα έναν σπουδαίο φιλόλογο δάσκαλο ο οποίος όντως μου άνοιξε κάποια παράθυρα και κάποιους δρόμους, που ίσως με άλλον καθηγητή να μην τους ανακάλυπτα. Ο Σταμάτης Φασουλής, ο Γιώργος Χειμωνάς, πάρα πολλοί άνθρωποι εντός εισαγωγικών επώνυμοι-μη επώνυμοι, εννοώ αναγνωρίσιμοι κοινωνικά, έχουνε σταλάξει μέσα μου και έχουνε διαμορφώσει αυτό το οποίο είμαι, αυτούς όλους τους ανθρώπους εγώ τους σέβομαι. Ακόμη και αν κάποιοι από αυτούς, μπορεί μια περίοδο της ζωής μου να μην μου είχαν φερθεί όπως εγώ θα ήθελα, συνεχίζω να τους εκτιμώ.
Ήταν σκληροί μαζί σου; Ναι. Η σκληρότητα δεν είναι κάτι το οποίο θεωρώ αρνητικό, η σκληρότητα στην διαπαιδαγώγηση είναι σχεδόν αναγκαία πολλές φορές. Αλλά μπορεί να είχανε κινηθεί σε έναν χώρο εντός ή εκτός εισαγωγικών, «προδοσίας». Εγώ συνεχίζω να τους εκτιμώ, όχι γιατί θα ήθελα να εμφανίζομαι σεμνότυφος ή ότι είμαι ένας καλός άνθρωπος που αγαπάει ακόμα και αυτούς που μπορεί να μην του φέρθηκαν καλά, αλλά γιατί αυτά τα πρόσωπα μου έδωσαν κάτι κάποια στιγμή. Ακόμη κι αν μια επόμενη στιγμή μου το πήραν πίσω.
Μεγάλωσες σε ένα αστικό περιβάλλον. Ναι, δικηγόροι και ο πατέρας μου και η μητέρα μου.
Εκεί λοιπόν φαντάζομαι ότι μαθαίνεις τους καλούς τρόπους, το πώς να στέκεσαι και κοινωνικά, αλλά εκεί καλλιεργήθηκε και η αγάπη για τα γράμματα και τον πολιτισμό; Χαίρομαι που λες ότι οφείλεις πράγματα και σε ένα φιλόλογο που σε έκανε να αγαπήσεις τα γράμματα; Και ιδίως τα αρχαία ελληνικά. Δεν ήμουν πολύ καλός μαθητής, ήταν σχεδόν αντιφατικό το να έχει κανείς είκοσι στα αρχαία ελληνικά, έκθεση και λατινικά και στα άλλα μαθήματα να είναι κοντά στη βάση.
Τι αντιπαθούσες; Τότε ήταν διαφορετικές οι τάξεις, δεν είχαμε λύκειο, είχαμε γυμνάσιο, έξι τάξεις γυμνάσιο, τα πρακτικά περίφημα μαθήματα, μαθηματικά, φυσική, χημεία. Τριγωνομετρία δεν καταλάβαινα τίποτα.
Πάμε ξανά στην αντοχή στην χυδαιότητα. Καταλαβαίνεις ότι γίνεται αυτομάτως ένας συνειρμός. Βρέθηκες αντιμέτωπος με κατηγορίες. Πριν τη συνέντευξη σε ρώτησα και μου είπες χωρίς καμία συναισθηματική έξαρση, ότι ένας δικηγόρος τα χειρίζεται αυτά και απλώς ενημερώνομαι για την εξέλιξη των πραγμάτων. Την στιγμή όμως που συνέβαιναν αυτά είχες φορτίο μέσα σου που μπορεί να ήταν θυμός, απογοήτευση, λύπη, στεναχώρια; Θυμός μιας ημέρας...
Μιας ημέρας; Το οποιοδήποτε άλλο συναίσθημα δημιουργείται από τη στιγμή κατά την οποία ξέρεις ότι αυτά για τα οποία μπορεί να σε κατηγορούν έχουν έστω και ένα ψήγμα αλήθειας. Όταν ξέρεις ότι αυτό δεν έχει καμία σχέση με την πραγματικότητα, μα καμία, γιατί να ενοχληθείς; Εντυπωσιάζεσαι, είναι αλήθεια, με την ευκολία που κάποιοι μπορούν να αρθρώσουν έναν ενάντιο λόγο προς το άτομό σου και μάλιστα φουσκώνοντας πολλές πράξεις ή αν θες κατασκευάζοντας και φανταστικές ιστορίες. Λες ότι η ανάγκη τους κουβαλάει και μία αλήθεια. Και η αλήθεια είναι το συναίσθημα που έχουν προς εμένα, ένα συναίσθημα το οποίο μπορεί να έχει δημιουργηθεί σε αυτούς για λόγους που δεν μπορείς να τους θεωρήσεις λογικούς, έχει όμως δημιουργηθεί. Και σε αυτό έχω και εγώ την ευθύνη μου, στη δημιουργία του συναισθήματος. Tο ότι αυτά τα οποία μπορεί να έχουν ειπωθεί, δεν έχουν καμία σχέση με την πραγματικότητα, είναι κάτι το οποίο με οδήγησε να κινηθώ και δικαστικά. Αλλά ζούμε σε μία περίεργη περίοδο, είναι αλήθεια. Μην κοροϊδευόμαστε. Η πανδημία έδωσε την δυνατότητα σε πάρα πολλούς να φανταστούν ότι μπορούν να κάνουν στο χώρο του πολιτισμού ένα restart, όπως τους αρέσει να λένε. Μία επανεκκίνηση.
Κάποιοι, λες, ήθελαν την αποκαθήλωσή σου. Όχι, όμως, με μία στόχευση ειδική. Ήθελαν την αποκαθήλωση κάποιων ανθρώπων, που έχουν κάποια ιδιαίτερα χαρακτηριστικά. Είτε το θέλουν, είτε το κάνουν συνειδητά —όπως εγώ— είτε κάποιοι άλλοι που δεν το κάνουν συνειδητά, κάποιοι άνθρωποι που πιστεύουν στην έννοια της ανομοίωσης, που συνηθίζω να λέω εγώ. Η ανομοίωση δεν είναι κάτι που είναι ενάντια στο συλλογικό, δεν είναι μία εγωιστική λειτουργία, είναι ο απόλυτος σεβασμός που οφείλει να έχει κάθε άνθρωπος προς τον εαυτό του. Όταν, λοιπόν, κάποια άτομα που κινούνται στον χώρο της ανομοίωσης ζουν σε μία εποχή της απόλυτης αφομοίωσης, μέσω της προσομοίωσης που ζούμε όλοι, τότε είναι φυσικό να θεωρούνται βλαπτικοί. Τόσο απλό.
Θέλω να κλείσουμε με την πολιτική. Πώς το "διαβάζεις" όλο αυτό που συμβαίνει. Είναι μία ρευστή περίοδος για τα πολιτικά. Θα τη χαρακτήριζα λίγο θολή. Και λέω θολή γιατί όσο και να προσπαθήσεις να δεις πίσω από αυτό το θόλωμα κάποια πράγματα, κουράζεται το μάτι, οπότε αποστρέφεις το βλέμμα σου σε κάτι άλλο. Όταν αποστρέψεις το βλέμμα σου από την πολιτική, η πολιτική λειτουργεί ερήμην σου. Το δυστύχημα είναι ότι η πολιτική, ακόμα και αν νομίζεις ότι δεν σε αφορά, στην πραγματικότητα καθορίζει τη ζωή σου. Άρα κάτι πρέπει να γίνει, να καθαρίσει με έναν άλφα τρόπο αυτή η θολή συνθήκη, ούτως ώστε οι άνθρωποι να μην στρέψουν το βλέμμα τους από την πολιτική, είτε μέσω της αποχής, είτε μέσω της απόλυτης αδιαφορίας ή της ιδεολογικής ατονίας. Σαν να λέμε ότι η πολιτική και οι πράξεις των πολιτικών δεν αφορούν ουσιαστικά το 24ωρό μας. Όχι, το καθορίζουν το 24ωρό μας.
Και το χειμώνα έχουμε στο Θέατρο Μουσούρη, τη "Συνάντηση". Ποιους έχεις μαζί σου; Την Κατερίνα Θεοχάρη και τον Βασίλη Γιακουμάρο.
Ένα κορίτσι δικό μας. Λαρισαία είναι η Κατερίνα Θεοχάρη.
